- ἐπανῆλθε
- ἐπανέρχομαιgo backaor ind act 3rd sgἐπανέρχομαιgo backaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek
Αγία Λουκία — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Αγία Λουκία Έκταση: 616 τ. χλμ. Πληθυσμός: 160.145 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κάστρις (60.934 κάτ. το 1998)Στα ΝΑ βρίσκονται τα Μπαρμπάντος, Β και σε απόσταση 54 χλμ.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek